- ευλόγιστος
- εὐλόγιστος, -ον (Α)1. αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται εύκολα2. (για αριθμούς) α) απλός («ἐν ἀριθμοῑς εὐλογίστοις», Αριστοτ.)β) και σε αντίθεση με το περιττός («ἐν ἀριθμῷ... ἤ ἐν εὐλογίστῳ ἤ ἐν περιττῷ», Αριστοτ.)3. αυτός που έχει ζυγιστεί, υπολογιστεί, εκτιμηθεί καλά («εὐλόγιστοι αἰτίαι», Διον. Αλ.)4. λογικός, εύλογος5. ορθός, φρόνιμος («εὐλόγιστος ἐκλογή», Πλούτ.)6. ευτυχής («τὸν πολυχρήματον εὐθὺς εἶναι καὶ εὐλόγιστον», Φίλ.)7. δεκτός, αποδεκτός8. αυτός που υπολογίζει, που σκέπτεται καλά και σωστά, ο συνετός, ο φρόνιμος («ἀνδρὸς τὸ κρατέειν [θυμοῡ] εὐλογίστου», Δημόκρ.)9. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλόγιστονη ευλογιστία, η φρόνηση, η σύνεση.επίρρ...εὐλογίστως (Α)1. ορθά, με λογισμό, ορθολογιστικά2. συνετά, με φρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λογιστός (< λογίζω < λόγος < λέγω)].
Dictionary of Greek. 2013.